- επισωρευτής
- ο1) тот, кто скапливает, нагромождает, собирает в кучу; 2) тот, кто накапливает, аккумулирует
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επισωρευτής — ο [επισωρεύω] αυτός που επισωρεύει, που συγκεντρώνει κάτι σε σωρό … Dictionary of Greek
επισωρευτικός — ή, ό [επίσωρευτής] αυτός που προκαλεί επισώρευση («επισωρευτικός πλούτου, συμφορών» κ.λπ.) … Dictionary of Greek